Λέξη: ανάβαση

Σχετικές λέξεις: ανάβαση

ανάβαση κύμης 2014, ανάβαση κύμης 2014 αποτελεσματα, ανάβαση ριτσώνας, ανάβαση κύμης, ανάβαση χάρτες, ανάβαση ρακίτας, ανάβαση στον όλυμπο, ανάβαση mountain resort, ανάβαση ριτσώνας 2014 συμμετοχές, ανάβαση ριτσώνας 2014 αποτελέσματα

Συνώνυμα: ανάβαση

βουνό, όρος, λόφος, βάση, ίππος, άνοδος, ύψωμα, ορειβασία, ίππευση, ανάληψη

Μεταφράσεις: ανάβαση

ανάβαση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ascension, ascent, climbing, mounting, climb

ανάβαση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ascensión, ascenso, subida, recorrido, de ascenso

ανάβαση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufgang, anstieg, aufstieg, besteigung, aufsteigen, Aufstieg, Besteigung, Aufstiegs, Anstieg

ανάβαση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
montée, remonte, élévation, ascendance, côte, ascension, remontée, l'ascension

ανάβαση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ascensione, ascesa, salita, risalita, di risalita

ανάβαση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
subida, ascensão, ascent, de subida, escalada

ανάβαση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beklimming, opgang, klim, opstijging, stijgen

ανάβαση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подъём, восшествие, подъем, вознесение, крутизна, восхождение, взлет, всплытия, подъема, восхождения

ανάβαση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppstigningen, oppstigning, bestigning, stigning

ανάβαση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppstigning, stigning, uppstignings, uppstigningen, uppstigande

ανάβαση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nousu, ylösnousemus, ylämäki, nousun, nousua, nousunopeus, nousuun

ανάβαση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opstigning, opstigningen, stigning, bestigning, op-

ανάβαση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzestup, stoupání, povýšení, výstup, svah, výstupu, výstupová

ανάβαση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
postęp, wschodzenie, wniebowstąpienie, wspinanie, podnośnik, wzniesienie, wznoszenie, wchodzenie, wspięcie, podniesienie, wzlot, wspinaczka, wzniesienie się, wynurzania

ανάβαση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felmászás, mennybemenetel, hegymenet, megmászás, felemelkedés, emelkedés, emelkedési, emelkedő, feljutáshoz

ανάβαση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çıkış, yukarı çıkış, tırmanış, yükselme, ascent

ανάβαση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сходження, піднесення, підіймання, крутизна

ανάβαση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kthim prapa, ardhja, Ngjitja, olokaustet, Ngjitja e

ανάβαση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изкачване, изкачването, възход, издигане, изплуване

ανάβαση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўзыходжанне, узыходжанне

ανάβαση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõus, ülestõusmispüha, tõusu, tõusu-, õhkutõusmisel, ascent

ανάβαση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uspon, nagib, dolazak, dizanje, uspinjanje, penjanje, izrona, uspona, uzdizanje, izron

ανάβαση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppganga, uppgangur, hækkun, Ascent, Ganga, ganga á alla, ganga á alla leið

ανάβαση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasikėlimas, kilimas, kopimas, laiptatakis, pakiluma

ανάβαση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lēkts, uzkāpšana, pacelšanās, kāpienu, kāpienam, krauja

ανάβαση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
искачување, воздигнување, искачувањето, качување, издигнување

ανάβαση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ascensiune, ascensiunea, urcare, ascensiunii, urcuș

ανάβαση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
povešeni, vzpon, dvigovanja, vzpona, vzponu, dviga

ανάβαση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povýšení, výstup, výstupu

Στατιστικά δημοτικότητας: ανάβαση

Τυχαίες λέξεις