Λέξη: αγωγός

Σχετικές λέξεις: αγωγός

αγωγός αε, αγωγός ιστός, αγωγός igb, αγωγός tap, αγωγός south stream, αγωγός μπουργκάς αλεξανδρούπολη, αγωγός φυσικού αερίου south stream, αγωγός φυσικού αερίου ουκρανια, αγωγός καμινάδες, αγωγός αερίου

Συνώνυμα: αγωγός

σωλήνας, αυλός, σωλήν, πίπα, πίπα καπνίσματος, κανάλι, διώρυγα, δίαυλος, αυλάκι, πορθμός, μέσο, σωλήνωση, οχετός, υπόγειος διάβαση, αρχιμουσικός, μαέστρος, διευθυντής ορχήστρας, εισπράκτορας, οδηγός

Μεταφράσεις: αγωγός

αγωγός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pipeline, duct, conductor, conduit, pipe, channel

αγωγός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conducto, conducto de, conductos, del conducto, ducto

αγωγός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leitung, pipeline, Leitung, Gang, Kanal

αγωγός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
oléoduc, tuyauterie, pipeline, gazoduc, canal, conduite, conduit, gaine, canalisation

αγωγός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
oleodotto, condotto, condotto di, canale, dotto, condotta

αγωγός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
canal, tubo, conduta, duto, ducto

αγωγός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kanaal, buis, leiding, duct, koker

αγωγός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нефтепровод, трубопровод, канал, канала, воздуховода, проток, воздуховод

αγωγός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rørledning, duct, kanal, kanalen

αγωγός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kanal, kanalen

αγωγός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
johto, huhu, putki, huhupuhe, kanava, kanavan, kanavaan, putken, kanavassa

αγωγός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kanal, kanalen, rørledning, ventilationskanal, kanalsystemet

αγωγός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ropovod, potrubí, naftovod, kanál, potrubní, kanálu, trubka

αγωγός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gazociąg, rurociąg, potok, kanał, przewód, kanału, przewodu, kanale

αγωγός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csatorna, cső, légcsatorna, vezeték, csővezeték

αγωγός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kanal, kanalı, boru, kanalının, duct

αγωγός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
махінації, канал

αγωγός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kanal, tub, gypit, gyp, tubacion

αγωγός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конвейер, канал, тръба, тръбопровод, пътища, канала

αγωγός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канал, канале, канала

αγωγός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
torujuhe, juha, kanal, kanalis, kanali, toru

αγωγός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cjevovod, cjevovoda, kanal, kanala, cijev, vod

αγωγός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vegur, rásin, pípu, leiðsla, leiðsla þessi

αγωγός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kanalas, latakas, vamzdis, Duct, ortakio

αγωγός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kanāls, vadu, cauruļvads, duct, kabeļu kanalizācijas

αγωγός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
канал, канали, каналче, цевка, каналот

αγωγός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conductă, conducta, canal, conductă de, conductei

αγωγός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potrebi, duct, kanal, vod, cev, vodu

αγωγός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ropovod, potrubí, plynovod, potrubie, potrubia, rúry

Στατιστικά δημοτικότητας: αγωγός

Τυχαίες λέξεις