Brannstifter στα ελληνικά
Μετάφραση: brannstifter, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπρηστής, εμπρηστικός, εμπρηστή, εμπρηστικές, εμπρηστές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brann στα ελληνικά - απολύω, πυρκαγιά, πυροβολώ, φωτιά, φλόγες, πυρκαγιάς, φωτιάς, ...
- brannmann στα ελληνικά - πυροσβέστης, πυροσβέστη, πυροσβεστικές, πυροσβεστών, πυροσβεστικής
- brannsår στα ελληνικά - καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
- bransje στα ελληνικά - επάγγελμα, επιτήδευμα, εμπόριο, βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδου παραγωγής, ...
Τυχαίες λέξεις
Brannstifter στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπρηστής, εμπρηστικός, εμπρηστή, εμπρηστικές, εμπρηστές
Μεταφράσεις: εμπρηστής, εμπρηστικός, εμπρηστή, εμπρηστικές, εμπρηστές