Doven στα ελληνικά

Μετάφραση: doven, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νωχελής, αργόσχολος, άνεργος, τεμπέλης, αδρανής, νωθρός, μαλθακός, ράθυμος, τεμπέληδες, τεμπέλης για, τεμπέλικο, lazy
Doven στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dose στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
  • dosering στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
  • dovenskap στα ελληνικά - οκνηρία, νωθρότητα, τεμπελιά, την τεμπελιά, Η τεμπελιά, τεμπελιάς
  • dra στα ελληνικά - τράβηγμα, τραβώ, επισύρω, έλκω, ζωγραφίζω, έλξη, σύρετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Doven στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νωχελής, αργόσχολος, άνεργος, τεμπέλης, αδρανής, νωθρός, μαλθακός, ράθυμος, τεμπέληδες, τεμπέλης για, τεμπέλικο, lazy