Λέξη: αντιδρώ
Σχετικές λέξεις: αντιδρώ
αντιδρώ συνώνυμα, αντιδρώ συνώνυμο
Συνώνυμα: αντιδρώ
αντενεργώ, εξουδετερώνω, αντιπράττω, κλωτσώ
Μεταφράσεις: αντιδρώ
αντιδρώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
react, counteract, counter to, kick against, I react
αντιδρώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reaccionar, reaccionará, reaccionan, reaccione, reaccionarán
αντιδρώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reagieren, reagiert, zu reagieren, Reaktion
αντιδρώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réagir, réagissez, réagis, réagissons, réagissent, réaction, de réagir, réagit
αντιδρώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reagire, reazione, reagirà, reagisce, reagiscono
αντιδρώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atingir, reagir, reaja, alcance, reagem, reage, reacção
αντιδρώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reageren, reageert, te reageren, reactie, reageren op
αντιδρώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отзываться, влиять, реагировать, воздействовать, противодействовать, отреагировать, реагируют, реагирует, реакции
αντιδρώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reagere, reagerer, å reagere
αντιδρώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reagera, reagerar, att reagera, agera, reagera på
αντιδρώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
reagoida, vastata, suhtautua, reagoivat, reagoi, reagoimaan
αντιδρώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
reagere, reagerer, at reagere, reaktion
αντιδρώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
reagovat, reagují, zareagovat, reakci, reakce
αντιδρώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zareagować, reagować, reagują, reakcji, reaguje
αντιδρώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
reagál, reagálni, reagálnak, reagáljon, reagáljanak
αντιδρώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tepkimek, tepki, reaksiyona, reaksiyon, tepkimeye
αντιδρώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
досягнення, реагувати, реагуватиме, реагуватимуть
αντιδρώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reagoj, reagojnë, reagojë, të reagojnë, të reagojë
αντιδρώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реагирам, реагира, реагират, да реагира, реагираме
αντιδρώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэагаваць
αντιδρώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reageerima, reageerida, reageerivad, reageeri, reageerib
αντιδρώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
djelovati, reagirati, uticati, reagovati, reagiraju, reagira, reagirao
αντιδρώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bregðast, bregðast við, hvarfast, brugðist, að bregðast
αντιδρώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reaguoti, reaguoja, reaguos, reakcija
αντιδρώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reaģēt, reaģē, reaģētu, jāreaģē, reaăēt
αντιδρώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
реагираат, реагира, реагираме, да реагира, да реагираат
αντιδρώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reacționa, reacționeze, reacționează, reactiona, reactioneaza
αντιδρώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
reagirajo, odzovejo, reagirati, reagira, odzvati
αντιδρώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
reagovať, reakcie, odpovedať, reakciu
Τυχαίες λέξεις