Forhenværende στα ελληνικά

Μετάφραση: forhenværende, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αργός, όψιμος, αποθανών, αργά, πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
Forhenværende στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • forhekse στα ελληνικά - θέλγω, γοητεύω, bewitch, μαγέψει, μαγεύω
  • forheng στα ελληνικά - αυλαία, τυλίγω, κουρτίνα, κουρτίνας, παραπέτασμα, κουρτινών
  • forherlige στα ελληνικά - εκθειάζω, δοξάζω, δοξάσει, δοξάζουν, δοξάσουν, δοξάσει το
  • forhindre στα ελληνικά - κωλυσιεργώ, παρακωλύω, εμποδίζω, αποτρέπω, προλαβαίνω, αποκλείω, πρόληψη, ...
Τυχαίες λέξεις
Forhenværende στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αργός, όψιμος, αποθανών, αργά, πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη