Λέξη: τερετίζω
Συνώνυμα: τερετίζω
τιτιβίζω, κελαϊδώ, στάζω, λαρυγγίζω, κελαηδώ, κελαδώ, φλυαρώ, χτυπώ δόντια, εξάπτομαι, τσιρίζω
Μεταφράσεις: τερετίζω
τερετίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
twitter, chirrup, warble, stridulate, trill
τερετίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gorjear, gorjeo, chirrido, chirrup, trino, silbo
τερετίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gezwitscher, zwitschern, chirrup, Gezwitscher, piepen
τερετίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
babiller, zinzinuler, ramage, gazouillis, gazouillement, gazouiller, pépier, chirrup
τερετίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cinguettare, cinguettio, chirrup, frinire
τερετίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chilrear, chilreio, chirrup, gorjeio, fazer claque
τερετίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sjilpen, piepen, tjilpen, kwetteren, getjilp, gezang, sjirpen, tsjilpen
τερετίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
насвистывать, хихикать, трясти, болтовня, щебет, щебетать, щебетание
τερετίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
chirrup
τερετίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chirrup
τερετίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
livertää, viserrys, liverrys, visertää
τερετίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kvidre, skoven
τερετίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šveholit, švitořit, štěbetat, švitoření, cvrlikání, cvrlikat, štěbetání
τερετίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
świergot, ćwierkać, ćwierkanie, świergotać, bełkotać, świergotanie, zaświergotać, nucić, skwierk, tyrlikać, skwir, zaświegotać, strzegotać
τερετίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyelvcsettintés, nyelvét csettinti
τερετίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cıvıltılı sesler çıkarmak, chirrup, cıvıltısı
τερετίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
балачка, теревені, щебетання, трясти, балаканина, щебетаніе, щебет
τερετίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cicërin, cicërimë, cicëroj, cicërij
τερετίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цвъртеж, цвъртя, чуруликане
τερετίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Шчабятанне, ціўканне
τερετίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
siristama, sirtsatus, Livertää, Viserrys, Visertää, Liverrys
τερετίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzrujanost, uzbuđenje, cvrkutati, cvrkut, cvrčanje, cvrčati
τερετίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
chirrup
τερετίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čiulbėti, Skwir, Strzegotać, Tyrlikać, Skwierk
τερετίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
čivināšana, čirkstēt, čivināt
τερετίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
си црцорат
τερετίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ciripi, țârâit, ciripit, țârâi
τερετίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Cvrčati
τερετίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
štebotanie, štěbetání, ątěbetání, štebot, štebotania