Λέξη: αφέλεια
Σχετικές λέξεις: αφέλεια
αφέλια συνταγή, αφέλεια ετυμολογία, αφέλεια λεξικό, αφέλεια ορισμός, αφέλεια συνώνυμο, αφέλεια στα αγγλικά, παιδική αφέλεια
Συνώνυμα: αφέλεια
ατεχνία, απλότης, απλότητα, απλοϊκότης, απλοϊκότητα
Μεταφράσεις: αφέλεια
αφέλεια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
naivety, naivete, ingenuousness, simpleness, simplicity
αφέλεια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
candor, ingenuidad, la ingenuidad, inocencia, candidez, ingenuidad de
αφέλεια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Naivität, naiv, Einfalt
αφέλεια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
naïveté, jobarderie, candeur, la naïveté, de naïveté, ingénuité
αφέλεια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ingenuità, l'ingenuità, un'ingenuità, dell'ingenuità, candore
αφέλεια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ingenuidade, nanny, a ingenuidade, naivety, simplicidade
αφέλεια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naïviteit, nanny, naïef, naïveteit, naiviteit
αφέλεια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безыскусственность, наивность, простодушие, наивности, наивностью, наивно
αφέλεια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
naivitet, naiviteten, naivety, naiv, naivisme
αφέλεια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
naivety, naivitet, naiv, naiviteten, naivt
αφέλεια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
naiivius, naiiviutta, naiiviuden, naiiviuttaan, naiiviudestaan
αφέλεια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
naivitet, naiv, naive, naivisme
αφέλεια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
naivnost, naivita, naivity, naivitě
αφέλεια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naiwność, prostoduszność, naiwności, naivety, naiwne, naiwnością
αφέλεια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
naivitás, naivitása, naivitással, naivitást, naivety
αφέλεια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saflık, naivety, toyluk, saflığın, saflığından
αφέλεια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наївність, простодушність, наивность
αφέλεια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
naivitet, naiviteti, natyrshmëri, naivitet i, padjallëzi
αφέλεια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наивност, наивността, наивитет, наивно
αφέλεια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
наіўнасць, наіўнасьць, праставатасць, наіўнасцю
αφέλεια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
naiivsus, lihtsameelsus, naiivsuse, naiivsust, naiivsusest, lapsikus
αφέλεια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naivnost, bezazlenost
αφέλεια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
naivety
αφέλεια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
naivumas, naudojimo praktikoje, paprastumas, Naiwność, Prostoduszność
αφέλεια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
naivums, naivitāte
αφέλεια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наивност, наивноста, на наивност
αφέλεια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
naivitate, naivitatea, naivității, de naivitate, naivitatii
αφέλεια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
naivnost, naivnosti, naivnega, naivni
αφέλεια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
naivita, naivita je