Gran στα ελληνικά

Μετάφραση: gran, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλατο, φιλάρεσκος, ελάτη, ερυθρελάτης, ερυθρελάτη, ελάτης
Gran στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • grammatikk στα ελληνικά - γραμματική, γραμματικής, τη γραμματική, της γραμματικής, γραμματικό
  • grammofon στα ελληνικά - γραμμοφώνο, γραμμόφωνο, γραμμοφώνου, γραμμόφωνο που, gramophone
  • granat στα ελληνικά - λυχνίτης, γρανάτης, γρανάτη, γρανάδα, ρόδι
  • granske στα ελληνικά - αγναντεύω, ερευνώ, σαρώνω, ελέγχει, ελέγχουν, εξετάζουν, εξετάζει, ...
Τυχαίες λέξεις
Gran στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλατο, φιλάρεσκος, ελάτη, ερυθρελάτης, ερυθρελάτη, ελάτης