Λέξη: επιθετικός
Σχετικές λέξεις: επιθετικός
επιθετικός προσδιορισμός νέα ελληνικά, επιθετικός καρκίνος, επιθετικός προσδιορισμός ασκήσεις, επιθετικός καρκίνος του μαστού, επιθετικός προσδιορισμός, επιθετικός συνώνυμα, επιθετικόσ σκύλοσ, επιθετικός κατηγορηματικός προσδιορισμός, επιθετικός αγγλικά, επιθετικός καρκίνος στο συκώτι
Συνώνυμα: επιθετικός
πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος, μαχητικός, καβγατζής, εριστικός, ενοχλητικός, προσβλητικός
Μεταφράσεις: επιθετικός
επιθετικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
belligerent, adjectival, aggressive, offensive, striker, Forward
επιθετικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adjetivo, agresivo, agresiva, agresivos, agresivas, agresividad
επιθετικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
streitlustig, aggressiv, aggressive, aggressiven, aggressiver, aggressives
επιθετικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
belliqueux, adjectival, belligérant, adjectif, agressif, combatif, guerrier, agressive, agressifs, agressives, dynamique
επιθετικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aggressivo, aggressiva, aggressivi, aggressive, aggressività
επιθετικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agressivo, agressiva, agressivos, agressivas, aggressive
επιθετικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijvoeglijk, agressief, agressieve, agressiever, agressievere
επιθετικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воинственный, воюющий, агрессивный, агрессивным, агрессивной, агрессивная, агрессивными
επιθετικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aggressiv, aggressive, aggressivt, offensiv
επιθετικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aggressiv, aggressiva, aggressivt, aggressive, offensiv
επιθετικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taistelija, aggressiivinen, aggressiivista, aggressiivisia, aggressiivisen, aggressiiviseen
επιθετικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aggressiv, aggressive, aggressivt, en aggressiv
επιθετικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
útočný, adjektivní, bojechtivý, bojovný, hašteřivý, agresivní, agresivnější, agressive
επιθετικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wojowniczy, bojowy, przymiotnikowy, napastliwy, agresywny, agresywne, agresywna, agresywnych, agresywni
επιθετικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
melléknévi, agresszív, az agresszív, agresszívebb, agresszívabb
επιθετικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
agresif, saldırgan, agresif bir, saldırgan bir, girişken
επιθετικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
воюючий, агресивний, агресивна, агресивне, агресивніший, агресивного
επιθετικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
agresive, agresiv, agresivë, agresive të
επιθετικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
агресивен, агресивна, агресивно, агресивни, агресивната
επιθετικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агрэсіўны, агрэсіўнае, агрэсіўная
επιθετικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omadussõnaline, sõdiv, vaenulik, agressiivne, agressiivse, agressiivsed, agressiivset, agressiivsete
επιθετικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ratoboran, ratni, agresivan, agresivni, agresivna, agresivno, agresivniji
επιθετικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árásargjarn, ákveðnari, ögrandi, árásargjörn, árásargirni
επιθετικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
agresyvus, agresyviai, agresyvi, agresyvūs, agresyvios
επιθετικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
agresīvs, agresīva, agresīvi, agresīvu, agresīvā
επιθετικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
агресивни, агресивна, агресивните, агресивен, агресивно
επιθετικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adjectiv, combatant, agresiv, agresive, agresivă, agresiva, agresivi
επιθετικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
agresivni, agresiven, agresivna, agresivno, agresivne
επιθετικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
útočný, bojovný, útočné
Τυχαίες λέξεις