Λέξη: διακριτικός
Σχετικές λέξεις: διακριτικός
διακριτικός τίτλος, διακριτικός τίτλος ομόρρυθμης εταιρείας, διακριτικός τίτλος μετάφραση, διακριτικός τίτλος ικε, διακριτικός τίτλος τι είναι, διακριτικός τίτλος english
Συνώνυμα: διακριτικός
συνετός, εχέμυθος, ευγενικός, ξεχωριστός, διακρίνων, μεροληπτικός
Μεταφράσεις: διακριτικός
διακριτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discrete, discreet, distinctive, considerate, discriminatory, distinctiveness
διακριτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
circunspecto, discreto, distintivo, distintiva, inconfundible, característico, distintivos
διακριτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dezent, klug, einzeln, diskret, separat, vorsichtig, unverwechselbar, ausgeprägt, charakteristisch, unverwechselbaren, Unterscheidungs
διακριτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
discret, réfléchi, sage, judicieux, avisé, discontinu, prudent, séparément, circonspect, distinctif, distinctive, caractéristique, distincte, particulière
διακριτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
discreto, guardingo, distintivo, distintiva, caratteristico, caratteristica, carattere distintivo
διακριτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desacreditar, discreto, desprestigiar, distintivo, distinto, característico, distintiva, distinta
διακριτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bescheiden, onopvallend, discreet, onderscheidend, kenmerkend, karakteristiek, onderscheidende, kenmerkende
διακριτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
осторожный, разъединенный, разобщенный, дискретный, раздельный, неболтливый, сдержанный, скромный, благоразумный, отдельный, осмотрительный, отличительный, особый, Отличительной, отличительная, отличительные
διακριτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
taktfull, karakteristiske, særegne, særegen, særpreget, karakteristisk
διακριτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diskret, särskiljande, distinkt, särskiljnings, särskiljningsförmåga, utmärkande
διακριτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erillinen, diskreetti, tahdikas, varovainen, hienotunteinen, selvästi erottuva, erottuva, erottamiskykyinen, erottamiskyky, erottamiskyvyn
διακριτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
karakteristisk, fornødent, særpræg, karakteristiske, fornødne
διακριτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opatrný, rozvážný, obezřelý, diskrétní, nevtíravý, nespojitý, nenápadný, uvážlivý, mlčenlivý, rozlišovací, výrazný, rozlišovací způsobilost, výrazné, výrazná
διακριτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
taktowny, nieciągły, rozważny, dyskretny, roztropny, rozsądny, charakterystyczny, wyróżniający, rozpoznawczy, odróżniający, odróżniającego
διακριτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tapintatos, diszkrét, megkülönböztető, jellegzetes, egyedi, sajátos, különleges
διακριτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
belirgin, ayırt edici, ayırıcı, özel, kendine özgü
διακριτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стриманий, роздільний, дискретний, обачний, обачливий, роз'єднаний, розсудливий, відмітний, відмітна, характерний, розпізнавальний, відмінна
διακριτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dallues, karakteristik, dalluese, e veçantë, dallueshme
διακριτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отличителен, отличителния, отличителна, отличителни, отличително
διακριτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адметны, распазнавальны, адметная, адметныя
διακριτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
diskreetne, mittepidev, eraldiseisev, tagasihoidlik, eriline, eristusvõime, eristav, eristavaid, eristava
διακριτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pametan, diskretan, oprezan, uzdržljiv, karakterističan, prepoznatljiv, osobit, osebujna, osebujan
διακριτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áberandi, sérstaka, sérstök, sérstöku, sérkenni
διακριτικός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
prudens
διακριτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savitas, skiriamasis, skiriamąjį, skiriamąjį požymį, skiriamojo
διακριτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īpatnējs, atšķirīgs, raksturīgs, atšķirtspēja, atšķirtspēju
διακριτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
карактеристична, карактеристичен, карактеристични, специфичен, препознатлив
διακριτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
discret, distinctiv, distinctă, distinctivă, distinct, distinctive
διακριτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diskrétní, taktní, razlikovalen, značilen, izrazit, razlikovalna, razlikovalni
διακριτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
taktní, nespojitý, rozlišovacia, rozlišovaciu, rozlišovacie, rozlišovacej, rozlišovacou
Τυχαίες λέξεις