Grunnlag στα ελληνικά

Μετάφραση: grunnlag, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίδρυση, βάθρο, ίδρυμα, βάση, θεμέλιο, βάσει, βάσης
Grunnlag στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • grunn στα ελληνικά - προσγειώνω, αιτιολογία, προσαράσσω, μαγαρίζω, πάτος, έδαφος, προξενώ, ...
  • grunne στα ελληνικά - κοπάδι, επιπόλαιος, βρήκα, διαπιστώνω, καθιερώνω, επιβάλλω, ιδρύω, ...
  • grunnlegge στα ελληνικά - ιδρύω, βρήκα, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
  • grunnstoff στα ελληνικά - στοιχείο, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
Τυχαίες λέξεις
Grunnlag στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίδρυση, βάθρο, ίδρυμα, βάση, θεμέλιο, βάσει, βάσης