Hjem στα ελληνικά
Μετάφραση: hjem, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπίτι, τοποθετώ, μέρος, τόπος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
Μεταφράσεις
- hjelpe στα ελληνικά - βοηθώ, βοήθημα, βοήθεια, βοηθός, αρωγή, επικουρία, υποβοηθώ, ...
- hjelpeløs στα ελληνικά - ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
- hjemlengsel στα ελληνικά - νοσταλγός, νοσταλγία, homesick, νοσταλγία για την πατρίδα, νοσταλγούσε
- hjemlig στα ελληνικά - κατοικίδιος, οικιακός, σπιτική, οικεία, φιλόξενα, φιλόξενο, οικείο
Τυχαίες λέξεις
Hjem στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπίτι, τοποθετώ, μέρος, τόπος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
Μεταφράσεις: σπίτι, τοποθετώ, μέρος, τόπος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού