Λέξη: άμυλο

Σχετικές λέξεις: άμυλο

άμυλο χημικός τύπος, άμυλο τροφές, άμυλο ασπρόπυργος, άμυλο καλαμποκιού, άμυλο ταπιόκας, άμυλο σίτου, άμυλο αραβοσίτου, άμυλο πατάτας, άμυλο ρυζιού, άμυλο στα αγγλικά

Συνώνυμα: άμυλο

κόλλα

Μεταφράσεις: άμυλο

άμυλο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
starch, starch is

άμυλο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fécula, almidón, almidonar, almidón de, de almidón, el almidón

άμυλο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stärke, speisestärke, wäschestärke, stärken, Stärke

άμυλο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
empois, amidon, fécule, empeser, amidonner, l'amidon, d'amidon, amidon de

άμυλο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amido, salda, fecola, fecola di, amido di, di amido

άμυλο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amido, fécula, amido de, de amido, fécula de

άμυλο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zetmeel, stijfsel, zetmeelgehalte, van zetmeel, een zetmeelgehalte

άμυλο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
накрахмалить, крахмал, церемонность, энергия, чопорность, крахмала, крахмалом

άμυλο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stivelse, stivelses, stivelsen

άμυλο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stärkelse, stärkelsen, av stärkelse

άμυλο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tärkkelys, tärkkelystä, tärkkelyksen, tärkkelyksestä

άμυλο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stivelse, stive, af stivelse, stivelsen, stivelse på

άμυλο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
škrobit, naškrobit, škrob, škrobu, škrobem, škrobový

άμυλο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krochmalić, nakrochmalić, wykrochmalić, krochmalenie, skrobia, krochmal, skrobi, skrobię, skrobią

άμυλο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feszesség, keményítő, keményítőt, a keményítő

άμυλο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kola, nişasta, nişastası, nişastanın

άμυλο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крохмаль, крохмал

άμυλο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
niseshte, koll, e niseshte, niseshtese, niseshteja

άμυλο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нишесте, скорбяла, нишестен, на нишесте

άμυλο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крухмал, крахмал

άμυλο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tärklis, jäik, tärklist, tärklise, tärklisest, selle tärklisest

άμυλο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
škrob, štirak, ukrućenost, škroba, škrobni, skrob

άμυλο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sterkju, sterkja, af sterkju, sterkjan

άμυλο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krakmolas, krakmolo, krakmolą

άμυλο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ciete, cietes, cieti

άμυλο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скроб, скробот, скробен, скробни

άμυλο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amidon, de amidon, amidonul, amidon de, amidonului

άμυλο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
škrob, škrobit, škroba, škrobni, śkroba

άμυλο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
škrob, škrobu, amylum
Τυχαίες λέξεις