Λέξη: διάθλαση
Σχετικές λέξεις: διάθλαση
διάθλαση φωτιστικά, διάθλαση ήχου, διάθλαση ανάκλαση, διάθλαση του φωτός ppt, διάθλαση φωτισμός, διάθλαση προσομοίωση, διάθλαση του ήχου, διάθλαση θεσσαλονίκη, διάθλαση φωτός, διάθλαση του φωτός
Συνώνυμα: διάθλαση
περίθλαση
Μεταφράσεις: διάθλαση
διάθλαση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
refraction, diffraction, refraction of, refracting, refract
διάθλαση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
refracción, la refracción, de refracción, refracción de
διάθλαση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lichtbrechung, refraktion, brechung, Brechung, Refraktion, Lichtbrechung, Brechungs
διάθλαση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
diffraction, réfraction, la réfraction, de réfraction, réfraction de, refraction
διάθλαση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rifrazione, di rifrazione, la rifrazione, refrazione, rifrazione della
διάθλαση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refração, refraction, refracção, de refração, de refracção
διάθλαση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
straalbreking, breking, refractie, lichtbreking
διάθλαση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лучепреломление, преломление, рефракция, преломить, преломления, рефракции, рефракцию
διάθλαση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
refraksjon, brytning, brytnings, refraction, refraksjonsseismikk
διάθλαση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
refraktion, brytnings, brytning, brytningen
διάθλαση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taittuminen, taittumisen, taitekerroin, taittamalla, valon taittumisen
διάθλαση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brydning, refraktion, brydningsindeks, refraktionen, brydningsloven
διάθλαση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lom, lom světla, refrakce, lomu, refrakční
διάθλαση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
refrakcja, załamanie, refrakcji, załamania, załamania światła
διάθλαση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
refrakció, fénytörés, sugártörés, fénytörési, refrakciós, fénytörést
διάθλαση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kırılma, refraksiyon, kırılması, kırma
διάθλαση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переломлення, заломлення, відбиття
διάθλαση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përthyerje, thyerja, thyerjes, thyerja e, në thyerjen
διάθλαση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пречупване, рефракция, рефракцията, на пречупване
διάθλαση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праламленне, пераламленне, прыламленне
διάθλαση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
refraktsioon, murdumise, murdumine, refraktsiooni, refraktsiooni-
διάθλαση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
refrakcija, prelamanje, lom, refrakcije, loma
διάθλαση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ljósbrot, ljósbrots, ljósbrots er
διάθλαση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
refrakcija, lūžio, refrakcijos, refraction, lūžimas
διάθλαση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
refrakcija, refrakcijas, refrakciju, laušanas, lūšana
διάθλαση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рефракција, рефракцијата, прекршување, на рефракција, на рефракцијата
διάθλαση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
refracție, refractie, de refracție, de refractie, refracției
διάθλαση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lom, lomom, lom svetlobe, refrakcijo, refrakcija
διάθλαση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lom svetla, lomu svetla
Στατιστικά δημοτικότητας: διάθλαση
Τυχαίες λέξεις