Innvending στα ελληνικά

Μετάφραση: innvending, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίρρηση, ένσταση, Ενσταση, την Αντίρρηση, εναντίωση
Innvending στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • innvandring στα ελληνικά - μετανάστευση, μετανάστευσης, τη μετανάστευση, της μετανάστευσης, μεταναστευτική
  • innvendig στα ελληνικά - εντός, μέσα, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
  • innvie στα ελληνικά - ξεκινώ, εγκαινιάζω, μυώ, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάζουμε, εγκαινιάσουν
  • innviklet στα ελληνικά - περίπλοκος, βασανίζονται, μπερδεμένων, στη δίνη, τη βιωμένη
Τυχαίες λέξεις
Innvending στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίρρηση, ένσταση, Ενσταση, την Αντίρρηση, εναντίωση