Λέξη: σοφέρ
Σχετικές λέξεις: σοφέρ
ζητείται σοφέρ
Μεταφράσεις: σοφέρ
σοφέρ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chauffeur, chauffeurs, chauffeured, chauffer, chauffered
σοφέρ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chofer, chófer, chauffeur, de chofer, de chófer
σοφέρ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
chauffeur, fahrer, Chauffeur, Fahrer, Chauffeurs
σοφέρ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conducteur, chauffeur, avec chauffeur, chauffeurs, chauffeur de
σοφέρ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
autista, chauffeur, conducente, l'autista, con autista
σοφέρ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chofre, motorista, chofer, chauffeur, de motorista
σοφέρ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestuurder, chauffeur, chauffeurskaart, chauffeursdiensten, de chauffeur
σοφέρ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
водитель, шофёр, шофер, шофера, шофером, водителем
σοφέρ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjåfør, chauffeur, sjåføren
σοφέρ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chaufför, chafför, chauffören, chauffeur
σοφέρ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ajaja, autonkuljettaja, autonkuljettajan, chauffeur, kuljettajineen, kuljetuspalvelu
σοφέρ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
chauffør, chaufføren, med chauffør
σοφέρ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
řidič, šofér, chauffeur, šoféra, řidičem
σοφέρ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szowinizm, szofer, kierowca, chauffeur, szofera, szoferem
σοφέρ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sofőr, sofőrrel, sofőrje, sofőrt, gépkocsivezető
σοφέρ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şoför, şoförü, chauffeur, şoförlü, şoförlük
σοφέρ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
водій, шофер
σοφέρ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shofer, shofer i, shoferi, shoferi i, shërbej si shofer
σοφέρ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шофьор, шофьора, шофьорът, шофьорска
σοφέρ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апальшчык, шафёр, кіроўца, вадзіцель
σοφέρ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
autojuht, autojuhi, autojuhi ametikorterid, sohver, autojuhti
σοφέρ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šofer, kofer, vozač, vozač je, šofer je, chauffeur
σοφέρ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
chauffeur
σοφέρ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šoferis, Chauffeur, vairuotojas, vairuotoju, vairuotojais
σοφέρ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šoferis, šoferi, šofera, Chauffeur, autovadītājs
σοφέρ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
возач, шоферот, возачот
σοφέρ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
șofer, sofer, șoferul, chauffeur, soferul
σοφέρ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šofér, šofer, chauffeur, voznikom, šoferja, z voznikom
σοφέρ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šofér
Τυχαίες λέξεις