Lett στα ελληνικά

Μετάφραση: lett, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύκολα, άνετος, ξανθός, εύκολος, ανάβω, φωτερός, φωτίζω, απλοϊκός, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Lett στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lete στα ελληνικά - αναζήτηση, εξερεύνηση, εξερεύνησης, διερεύνηση, έρευνα, την εξερεύνηση
  • leting στα ελληνικά - κυνήγι, αναζήτηση, εξερεύνηση, εξερεύνησης, διερεύνηση, έρευνα, την εξερεύνηση
  • lette στα ελληνικά - ασανσέρ, διευκολύνω, καταπραΰνω, υψώνω, άνεση, σηκώνω, φως, ...
  • lettelse στα ελληνικά - ανάγλυφος, εκτόνωση, ανακούφιση, αρωγή, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ...
Τυχαίες λέξεις
Lett στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύκολα, άνετος, ξανθός, εύκολος, ανάβω, φωτερός, φωτίζω, απλοϊκός, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση