Λέξη: προσανατολίζω
Συνώνυμα: προσανατολίζω
προσανατολίζομαι
Μεταφράσεις: προσανατολίζω
προσανατολίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
orientate, orient
προσανατολίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
orientar, Oriente, Orient, oriental, orientar la
προσανατολίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
orientieren, Orient, Orients, auszurichten, ausrichten
προσανατολίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
orienter, Orient, d'orienter, l'orient, orienter la
προσανατολίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orientare, Oriente, orientale, Orient, orientarsi
προσανατολίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
orientar, Oriente, oriental, Orient, de oriente
προσανατολίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oriënteren, Orient, oriënteer, oosters, Oosten
προσανατολίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ориентировать, Orient, Восток, Ориент, сориентироваться
προσανατολίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
orient, orientere, Orienten, å orientere, orientere seg
προσανατολίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
orient, orientera, Orienten, orienterar, Orient
προσανατολίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suunnata, Orient, suuntaamaan, suuntaavat, itämainen
προσανατολίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
orient, orientere, Orienten, pejlesnor, orientalske
προσανατολίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
orientovat, orient, Orientální
προσανατολίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
orientować, Orient, Orientu
προσανατολίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
orientál, hajnal, keleti, Orient, Kelet
προσανατολίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şark, orient, yönlendirmek, Doğu, doğuya özgü
προσανατολίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
орієнтуйте, орієнтувати, вказувати, вказували
προσανατολίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Orienti, oriental, lindjë, gjej drejtim, i shkëlqyeshëm
προσανατολίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Ориент, ориенталски, силен блясък, изгряващо слънце, източно небе
προσανατολίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арыентаваць
προσανατολίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
orienteerima, Orient, orienteeruda, orienteerida, Ülesandeks
προσανατολίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
Orijent, orijentirati, blještav, bistar, istočni
προσανατολίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Orient, áttum
προσανατολίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
orientuotis, Orient, nukreipti, Rytai, orientuoti
προσανατολίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
orientēt, orientēties, orient, mirdzošs
προσανατολίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Ориент, ориентот, ориентира, ориентираат, се ориентираат
προσανατολίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
orienta, Orient, orienteze, se orienteze, a orienta
προσανατολίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
orient, orientirati, orientalsko, orientalskim, orienta
προσανατολίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
smerovať, orient, Espirit, Orien, orientač, Axcent
Τυχαίες λέξεις