Søksmål στα ελληνικά

Μετάφραση: søksmål, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετώ, κοστούμι, αρμόζω, βολεύω, δίκη, ασκήσεως της προσφυγής, της ασκήσεως της προσφυγής, ΕΠΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Søksmål στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • søk στα ελληνικά - αναζήτηση, κυνήγι, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, την αναζήτησή, Search
  • søke στα ελληνικά - βάζω, αναζήτηση, εφαρμόζω, αιτούμαι, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, ...
  • søle στα ελληνικά - κηλίδα, λεκιάζω, βόρβορος, πετρελαιοκηλίδα, spill, Ποσότητα Χυένου Υλικού, Χυένου Υλικού, ...
  • sølv στα ελληνικά - ασημί, ασημένιος, ασήμι, ασημένια, αργύρου, ασημένιο
Τυχαίες λέξεις
Søksmål στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετώ, κοστούμι, αρμόζω, βολεύω, δίκη, ασκήσεως της προσφυγής, της ασκήσεως της προσφυγής, ΕΠΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ