Λέξη: αγέλη
Σχετικές λέξεις: αγέλη
αγέλη λύκων, αγέλη συνώνυμα, αγέλη στα αγγλικά, 4η αγέλη, αγέλη ετυμολογία, αγέλη μετάφραση, 4 αγέλη, αγέλη λυκοπούλων, αγέλη σκύλων, αγέλη λιονταριών
Συνώνυμα: αγέλη
κοπάδι, βουκόλος, πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, σμήνος, ποίμνιο, τούφα μαλλιών, φούντα μαλλιών
Μεταφράσεις: αγέλη
αγέλη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
herd, flock, pack, drove, a herd
αγέλη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rebaño, banda, manada, bandada, hato, rebaños, la manada
αγέλη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rudel, schar, menge, herde, Herde, Herden, Bestand, herd
αγέλη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
s'attrouper, assembler, agglomérer, surabondance, foule, entasser, amonceler, toupet, rassembler, empiler, multitude, bande, masse, recueillir, tripotée, tourbe, troupeau, cheptel, troupeaux, harde, troupeau de
αγέλη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
turba, mandria, branco, gregge, armento, allevamento, herd
αγέλη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rebanho, flutuar, seus, gado, flutuador, grei, lhe, boiar, juntar-se, seu, multidão, nadar, suas, manada, efectivo, do rebanho, de rebanho
αγέλη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schare, troep, kudde, roedel, overvloed, beslag, veestapel, kudde van, runderen
αγέλη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пасти, толпа, множество, валить, стечься, копиться, свора, пушинка, клочок, стадо, стадность, толпиться, группа, набивать, общество, табун, стада, стадом, табуна
αγέλη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flokk, bøling, flokken, besetningen, besetning, besetnings
αγέλη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flock, hjord, besättning, besättningen
αγέλη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
joukko, liuta, paljon, lauma, katras, köyhälistö, paimentaa, karjan, karjaan, karjasta, lauman
αγέλη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
besætning, besætningen, flok, besætninger
αγέλη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spousta, zástup, stádo, nakupit, nahrnout, dav, sdružovat, hromada, množství, chumáč, houf, shromáždit, hejno, stáda, stádem, stád
αγέλη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kosmyk, grupa, kierdel, sfora, gromadzić, tłum, kłak, jednoczyć, owczarnia, tabun, parafia, trzoda, tłoczyć, gromada, stado, stada, herd, stad
αγέλη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gulyás, nyáj, gulya, embertömeg, csorda, állomány, állományban, állományt, állományból
αγέλη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
grup, sürü, sürüsü, herd, sürünün
αγέλη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пушинка, череда, група, череду, пучок, натовп, юрма, юрба, пащі, пасти, стадо, отару, отара
αγέλη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tufë, shtëllungë, kope, mblidhet në tufë, kopeje, kullot
αγέλη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стадо, стадото, родословна, родословната
αγέλη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
статак, чараду, гурт, чарада
αγέλη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
parv, kogudus, kari, karja, karjas, karjast
αγέλη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rulja, grupa, čopor, pahuljice, stado, gomila, krdo, krdo od, stočni
αγέλη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjörð, flokka, hjörðin, naut, hjörðinni
αγέλη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
caterva, grex, armentum
αγέλη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
banda, kaimenė, bandos, bandą, bandų
αγέλη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ganāmpulks, bars, ganāmpulku, ganāmpulka, ganāmpulkā, ganāmpulkam
αγέλη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стадо, стадото, стада, говедата, стадата
αγέλη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
turmă, efectiv, șeptel, turma, cireadă
αγέλη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žejno, čreda, črede, čred, čredi, čredo
αγέλη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stádo, stáda, rodičovský, črieda, ovce