Λέξη: μεταμφίεση

Σχετικές λέξεις: μεταμφίεση

ονειροκρίτης μεταμφίεση, η μεταμφίεση, μεταμφίεση στα αγγλικα, μεταμφίεση english, μεταμφίεση ρέα γαλανάκη

Συνώνυμα: μεταμφίεση

μασκάρεμα, χορός μασκαράδων

Μεταφράσεις: μεταμφίεση

μεταμφίεση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disguise, masquerade, mummery, disguised, guise

μεταμφίεση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disfrazar, desfigurar, disfraz, camuflaje, disimular, ocultar, disfrazarse, encubrir

μεταμφίεση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tarnung, verstellung, mummenschanz, Verkleidung, verschleiern, verkleiden, tarnen, Tarnung

μεταμφίεση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déguisement, voiler, déguisez, déguiser, camouflage, déguisent, masque, déguisons, masquer, pallier, camoufler, cacher, dissimuler

μεταμφίεση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
travestimento, travestire, mascherare, nascondere, camuffare, dissimulare

μεταμφίεση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
disfarçar, dissimular, disfarçam, disfarce, disfarçar a

μεταμφίεση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermommen, vermomming, verhullen, te vermommen, te verhullen

μεταμφίεση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нарядить, переодевание, маскировать, маскировка, замаскировать, камуфляж, переодевать, наряжать, завуалировать, скрывать, скрыть, маскировки

μεταμφίεση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forkle, skjule, kamuflere, tilsløre, forkledning

μεταμφίεση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förställa, dölja, förställer, maskera, döljer

μεταμφίεση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
naamioida, valeasu, peittää, peittämään, peitellä, salata

μεταμφίεση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forklædning, camouflage, skjule, tilsløre, forklæde, maskere

μεταμφίεση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zastřít, zastírat, zamaskovat, přestrojit, zakrýt, maska, přetvářka, zatajit, zamaskování, převlku

μεταμφίεση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przebierać, ucharakteryzować, maska, zakamuflować, skrywać, przebrać, zmieniać, przebranie, maskować, kostium, zamaskować

μεταμφίεση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elváltoztatás, elrejt, leplezésére, álcázzák, álcázni, álcázza

μεταμφίεση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gizleme, gizlemek, gizlemeye, saklamak, kılık değiştirmiş

μεταμφίεση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переодягнення, маскувати, маскування, переодягати, замаскувати

μεταμφίεση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fsheh, të maskuar, të fsheh, mbuloj, fshehje

μεταμφίεση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
камуфлаж, маскиране, прикривам, прикрият, прикриване, се прикрият

μεταμφίεση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маскіраваць, маскаваць

μεταμφίεση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kattevari, varjama, varjata, varjamiseks, maskeerida, et varjata

μεταμφίεση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
maska, preobući, maskirati, prerušiti, prikrije, se prikrije, prikrilo

μεταμφίεση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dylja, fela, dulbúið, að fela, að dylja

μεταμφίεση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užmaskuoti, maskuoti, slėpti, persirengimas, apgaulinga išorė

μεταμφίεση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maskēšana, noslēpt, slēptu, slēpt, maskēt, nomaskēt

μεταμφίεση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преправи, маскира, затајат, скријат, маскирана

μεταμφίεση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
camuflaj, ascunde, deghiza, masca, mascheze, a ascunde

μεταμφίεση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prevlek, prikrivanje, prikrivajo, zakrili, prikrili, prikriti

μεταμφίεση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zamaskovať, maskovať, zamaskovat
Τυχαίες λέξεις