Søm στα ελληνικά
Μετάφραση: søm, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρέλι, ούγια, ραφή, Seam, ραφής, ραφών, Η ραφή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- søle στα ελληνικά - κηλίδα, λεκιάζω, βόρβορος, πετρελαιοκηλίδα, spill, Ποσότητα Χυένου Υλικού, Χυένου Υλικού, ...
- sølv στα ελληνικά - ασημί, ασημένιος, ασήμι, ασημένια, αργύρου, ασημένιο
- sømmelig στα ελληνικά - ευπρεπής, νισάφι, επαρκής, εύσχημος, πρέπων, becomingly
- sømmelighet στα ελληνικά - φρονιμάδα, ευπρέπεια, ευπρέπειας, την ευπρέπεια
Τυχαίες λέξεις
Søm στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρέλι, ούγια, ραφή, Seam, ραφής, ραφών, Η ραφή
Μεταφράσεις: ρέλι, ούγια, ραφή, Seam, ραφής, ραφών, Η ραφή