Λέξη: εγκεφαλικό

Σχετικές λέξεις: εγκεφαλικό

εγκεφαλικό στέλεχος, εγκεφαλικό ισχαιμικό επεισόδιο, εγκεφαλικό οίδημα, εγκεφαλικό απόστημα, εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκεφαλικό ανεύρυσμα, εγκεφαλικό συμπτώματα, εγκεφαλικό σκύλου, εγκεφαλικό κρανίο, εγκεφαλικό αιμάτωμα

Μεταφράσεις: εγκεφαλικό

εγκεφαλικό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stroke, cerebral, brain, a stroke, the brain

εγκεφαλικό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rasgo, carrera, golpe, trazo, accidente cerebrovascular, ictus

εγκεφαλικό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sprachstörung, schlag, streich, strich, schicksalsschlag, schlaganfall, hub, stoß, anschlag, Schlaganfall, Hub, Schlag, Takt, Strich

εγκεφαλικό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apoplexie, attaque, lisser, percussion, trait, ligne, coup, battement, secousse, tâcher, atteinte, choc, débattement, impact, polir, nage, course, AVC, accident vasculaire cérébral

εγκεφαλικό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accarezzare, carezza, tratto, colpo, corsa, ictus, stroke

εγκεφαλικό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
procurar, curso, acariciar, golpe, apoplexia, acidente vascular cerebral, AVC

εγκεφαλικό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
strelen, aanhalen, aaien, liefkozen, beroerte, slag, een beroerte, takt, CVA

εγκεφαλικό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мазок, выутюжить, удар, инсульт, удача, поглаживать, гребок, загребной, отутюжить, штрих, мах, взмах, биение, ход, инсульта, тактный

εγκεφαλικό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
støt, slag, hjerneslag, strøk, takts

εγκεφαλικό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stryka, slag, stroke, slaget

εγκεφαλικό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sively, tahti, hively, liike, halvaus, uimaliike, aivohalvaus, aivohalvauksen, isku, stroke

εγκεφαλικό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stryge, slag, slagtilfælde, streg, takts, apopleksi

εγκεφαλικό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hladit, záchvat, dopad, rána, tep, škrt, bití, čára, úhoz, pohladit, zdvih, tah, črta, úder, náraz, mrtvice, zdvihu, cévní mozková příhoda

εγκεφαλικό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cios, wylew, wioślarz, linia, pogładzić, apopleksja, zamachnięcie, gładzić, takt, sztos, skok, przebłysk, styl, pogłaskać, suw, kreska, uderzenie, udar

εγκεφαλικό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kartempó, simogatás, löket, karcsapás, ütem, ütés, vonás, a stroke

εγκεφαλικό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
felç, inme, strok, kontur, sondaji

εγκεφαλικό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
биття, удар, хід, перебіг, процес, хода

εγκεφαλικό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vijë, pash, goditje, goditje e, goditi, stroke

εγκεφαλικό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удар, инсулт, ход, мозъчен инсулт, хода

εγκεφαλικό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ход, хаду

εγκεφαλικό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
joon, käik, pintslitõmme, insult, insuldi, rabandus, rabanduse, insulti

εγκεφαλικό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
udarac, milovati, udar, moždani udar, moždanog udara, kap

εγκεφαλικό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slag, högg, heilablóðfall, heilablóðfalli, slagi

εγκεφαλικό στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ictus

εγκεφαλικό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
insultas, insulto, taktų, smūgis, insultą

εγκεφαλικό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trieka, sitiens, insults, insultu, insulta

εγκεφαλικό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мозочен удар, удар, мозочниот удар, ударот

εγκεφαλικό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atac, cursă, accident vascular cerebral, de accident vascular cerebral, un accident vascular cerebral, atac cerebral

εγκεφαλικό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
takt, doba, kap, kapi, možganska kap, hod, gib

εγκεφαλικό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
takt, úder, zdvih, doba, mŕtvice, mŕtvica, porážka, príhoda, porážky

Στατιστικά δημοτικότητας: εγκεφαλικό

Τυχαίες λέξεις