Ορκισμένος στα αγγλικά

Μετάφραση: ορκισμένος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sworn, avowed, an avowed, a sworn, vowed
Ορκισμένος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορκισμένος

ορκισμένος λεξικό γλώσσας αγγλικά, ορκισμένος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • οριστικός στα αγγλικά - definite, definitive, a definitive, final, the definitive, of the definitive
  • ορκίζομαι στα αγγλικά - vow, sworn, swear, I swear, I swear to, I swear I, I vow
  • ορμέμφυτος στα αγγλικά - impulsive, instinctive
  • ορμή στα αγγλικά - impact, impetuosity, rush, impulse, momentum, impetus, urge, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορκισμένος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: sworn, avowed, an avowed, a sworn, vowed