Søt στα ελληνικά
Μετάφραση: søt, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καραμέλα, γλυκός, απαλός, τετραπέρατος, ευγενικός, πράος, πανέξυπνος, ήπιος, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- søskenbarn στα ελληνικά - ξαδέλφια, ξαδέρφια, τα ξαδέρφια, τα ξαδέλφια, ξαδέλφους
- søster στα ελληνικά - αδελφή, αδερφή, την αδελφή, η αδελφή, αδελφής
- søvn στα ελληνικά - ύπνος, κοιμάμαι, τσίμπλα, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, τον ύπνο
- søvngjenger στα ελληνικά - υπνοβάτης, Sleepwalker, του υπνοβάτη, υπνοβάτη, οι Sleepwalker
Τυχαίες λέξεις
Søt στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καραμέλα, γλυκός, απαλός, τετραπέρατος, ευγενικός, πράος, πανέξυπνος, ήπιος, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές
Μεταφράσεις: καραμέλα, γλυκός, απαλός, τετραπέρατος, ευγενικός, πράος, πανέξυπνος, ήπιος, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές