Λέξη: εκτιμητής
Σχετικές λέξεις: εκτιμητής
εκτιμητής εικόνων, εκτιμητής γραμματοσήμων, εκτιμητής τράπεζας, εκτιμητής διαμαντιών, εκτιμητής έργων τέχνης, εκτιμητής μέγιστης πιθανοφάνειας, εκτιμητής κοσμημάτων, εκτιμητής ακινήτων, εκτιμητής νομισμάτων, εκτιμητής επίπλων
Συνώνυμα: εκτιμητής
διατιμητής, εκτιμών
Μεταφράσεις: εκτιμητής
εκτιμητής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
assessor, estimator, rater, valuer, valuator
εκτιμητής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estimador, estimador de, perito, el estimador, estimador del
εκτιμητής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beisitzer, finanzbeamtin, finanzbeamte, assessor, steuereinschätzer, Schätzer, Schätzeinrichtung
εκτιμητής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
expert, assesseur, priseur, estimateur, estimateur de, l'estimateur, estimation
εκτιμητής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assessore, estimatore, stimatore, Estimator, Calcola il Costo, Calcola il Costo di
εκτιμητής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estimador, estimador de, estimator, avaliador, estimatriz
εκτιμητής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
taxateur, schatter, estimator
εκτιμητής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эксперт, консультант, заседатель, эксперт-консультант, оценщик, оценки, оценка, оценкой, оценивания
εκτιμητής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
estimator, estimatoren, estimator for, vurder, beregn
εκτιμητής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
estimator, estimatorn, skattn, skattningen, uppskattnings
εκτιμητής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asessori, estimaattori, estimaattorin, arvioija, arvioijan
εκτιμητής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
estimator, estimatoren, estimatorens
εκτιμητής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přísedící, odhadce, poradce, kdo odhaduje, estimátor, odhadovací, odhadovač
εκτιμητής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzeczoznawca, asesor, taksator, estymator, prognozy, estymatorem, Oceniania Kosztów, Program Oceniania Kosztów
εκτιμητής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ülnök, becslő, becslés, becslőfüggvény, becslőt, becslőegység
εκτιμητής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tahminci, tahmincisi, kestirici, tahmin edicisi, estimator
εκτιμητής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
експерт, засідатель, асесор, консультант, оцінювач, оценщик
εκτιμητής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vlerësues, Vlerësues i, Vlerësues i ndërtimeve, preventivues
εκτιμητής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
експерт, оценител, изчислителното, оценител на, оценителя на, Оценителя
εκτιμητής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ацэншчык
εκτιμητής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hindaja, assessor, hinnangfunktsiooni, eelarvestaja, hinnangufunktsioon
εκτιμητής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
procjenitelj, prisjednik, poreznik, koji vrši procjenu, kalkulant, Alat za procjenu, estimator
εκτιμητής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
estimatoren, metilsins
εκτιμητής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
statistinis įvertinimas, prognozės, prognozė, įvertinys, vertintojas
εκτιμητής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novērtētājs, aprēķinātājs, tāmētājs, aprēķinātāja, estimator
εκτιμητής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Оценител, пресметувач, за оценка на, за оценка, оценител за
εκτιμητής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
estimator, estimatorul, estimator de, estimatorului, estimatorul de
εκτιμητής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cenilka, cenilko, estimator, cenilnik, ocenjevalnik
εκτιμητής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kto, ktorí, čo, ktorý