Λέξη: κατάρα

Σχετικές λέξεις: κατάρα

κατάρα μπενφίκα, κατάρα των ηθοποιών που έπαιξαν τον χριστό, κατάρα της αθηνάς, κατάρα της μπενφίκα, κατάρα του μπέλα γκούτμαν, κατάρα του γκούτμαν, κατάρα δρόμος, κατάρα γκούτμαν, κατάρα του ιησού, κατάρα στον λαδέμπορα

Συνώνυμα: κατάρα

απαγόρευση, προκήρυξη, βλασφημία, ανάθεμα, απέχθεια

Μεταφράσεις: κατάρα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anathema, curse, malediction, a curse, cursing, curse of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anatema, maldición, la maldición, maldición de, maldecir
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fluch, Fluch, Fluches, Fluch zu
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
imprécation, interdit, anathème, malédiction, sort, la malédiction, fléau, malédiction de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scomunica, maledizione, la maledizione, curse, bestemmia, imprecazione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maldição, praga, curse, a maldição, amaldiçoar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vloek, vervloeking, de vloek, vervloeken
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проклятие, анафема, проклятием, проклятия, проклятье
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbannelse, forbannelsen, forbanne, forbanner
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anatema, förbannelse, förbannelsen, förbanna
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirous, kirouksen, kirouksesta, kiroukseksi, kirousta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbandelse, forbandelsen, forbande
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klatba, anatéma, kletba, prokletí, prokletím, proklínání
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klątwa, przekleństwo, przeklinać, przekleństwem, przekleństwa
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
átok, átkot, átka, átkát
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lanet, laneti, küfür, curse, lanettir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клятьбу, клятьба, анафема, проклін, прокляття
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mallkim, mallkimi, mallkimin, mallkim e, mallkuar
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проклятие, проклятието, проклетия, клетва
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праклён, пракляцьце, пракляцце, заклён
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
anateem, needus, needuse, needuseks, needusest, needust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kletva, prokletstvo, prokletstvom, prokletstva
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bölvun, formæling, bölvunin, bölva, sú bölvun
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prakeikimas, prakeiksmas, prakeikimu, prakeikimą, prakeikti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lāsts, nolādēt, lāstu, posts
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проклетство, клетва, проклетството, клетвата, Проклетија
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
blestem, blestemul, blestemului, blesteme
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prekletstvo, prekletstva, urok, kletev, prokletstvo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prekliatie, prekliatia, prokletí, kliatba, kliatbu

Στατιστικά δημοτικότητας: κατάρα

Τυχαίες λέξεις