Sammen στα ελληνικά

Μετάφραση: sammen, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
Sammen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • samling στα ελληνικά - σύναξη, συναρμολόγηση, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
  • samme στα ελληνικά - ίδιος, ίδιο, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιου
  • sammenbrudd στα ελληνικά - σωριάζομαι, καταρρέω, ανάλυση, κατανομή, κατανομής, διάσπαση, βλάβης
  • sammenfatte στα ελληνικά - Συνοψίζοντας, Συνοψίζει, που συνοψίζει, Ανακεφαλαιώνοντας, οποία συνοψίζονται
Τυχαίες λέξεις
Sammen στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και