Λέξη: κινητικότητα

Σχετικές λέξεις: κινητικότητα

κινητικότητα εμβρύου, κινητικότητα υπαλλήλων πανεπιστημίων, κινητικότητα σχολικών φυλάκων, κινητικότητα υπαλλήλων, κινητικότητα στους οτα, κινητικότητα στο δημόσιο, κινητικότητα αει, κινητικότητα δημοτικών αστυνομικών, κινητικότητα οτα, κινητικότητα εκπαιδευτικών

Συνώνυμα: κινητικότητα

ευκινησία, κινητότης

Μεταφράσεις: κινητικότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mobility, motility, mobility of, mobile
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
movilidad, la movilidad, de movilidad, movilidad de, la movilidad de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tragbarkeit, mobilität, beweglichkeit, Mobilität, Beweglichkeit, Mobilitäts, die Mobilität
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mobilité, la mobilité, de mobilité, une mobilité, de la mobilité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mobilità, la mobilità, della mobilità, di mobilità, mobilità dei
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mobilidade, a mobilidade, de mobilidade, da mobilidade, Agilidade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mobiliteit, beweeglijkheid, de mobiliteit, mobiliteit van, de mobiliteit van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мобильность, подвижность, изменчивость, непостоянство, мобильности, подвижности, мобильностью
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevegelighet, mobilitet, mobilitets, mobiliteten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mobilitet, rörlighet, rörligheten, rörlighet i
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liikkuvuus, liikkuvaisuus, liikkuvuutta, liikkuvuuden, liikkuvuuteen, liikkuvuudesta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mobilitet, mobiliteten, bevægelighed, mobilitet i
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pohyblivost, pojízdnost, mobilita, mobility, mobilitu, obratnost
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przenośność, mobilność, ruchliwość, manewrowość, Trenuj, mobilności, mobilnością
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állhatatlanság, mobilitás, mozgékonyság, mobilitási, mobilitást, mobilitásának, mobilitását
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hareketlilik, mobilite, hareket, hareketliliği, taşınabilirlik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жвавий, мобільний, пересувний, рухливий, рухомий, мобільність, мобільності
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëvizshmëri, lëvizshmërisë, lëvizshmëria, mobiliteti, mobilitetit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подвижност, мобилност, мобилността, на мобилността, мобилността на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мабільнасць, мабільнасьць, мабільнасці
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liikuvus, mobiilsus, liikuvuse, liikuvust, liikumisvõimega
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokretljivost, mobilnost, mobilnosti, pokretljivosti, kretanje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hreyfanleiki, hreyfanleika, flæði vinnuafls, um flæði vinnuafls, flæði vinnuafls í
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
judrumas, judumas, mobilumas, mobilumo, judumo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kustīgums, mobilitāte, mobilitāti, mobilitātes, mobilitātei
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мобилност, мобилноста, подвижност, мобилност на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mobilitate, mobilitatea, mobilității, de mobilitate, a mobilității
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mobilnost, mobilnosti, mobilnostjo, za mobilnost
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohyblivosť, pohyblivosti, pohyb

Στατιστικά δημοτικότητας: κινητικότητα

Τυχαίες λέξεις