Tørke στα ελληνικά
Μετάφραση: tørke, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, ξηρασία, ξηρός, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία
Μεταφράσεις
- tømmerflåte στα ελληνικά - σχεδία, σειρά, σχεδίας, λέμβου, σχεδίες
- tønne στα ελληνικά - βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
- tørr στα ελληνικά - ξερός, ξηρός, στεγνός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
- tørst στα ελληνικά - διψασμένος, δίψα, τη δίψα, δίψας, η δίψα, την δίψα
Τυχαίες λέξεις
Tørke στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρασία, ξηρός, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρασία, ξηρός, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία