Uavhengighet στα ελληνικά
Μετάφραση: uavhengighet, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- uatskillelig στα ελληνικά - αχώριστος, αδιαχώριστες, αδιαχώριστο, αδιαχώριστη, άρρηκτα συνδεδεμένη
- uavhengig στα ελληνικά - αυτεξούσιος, ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
- ubarmhjertig στα ελληνικά - αδίστακτος, ανελέητος, άσπλαχνος, ανηλεής, αδίστακτη, αδίστακτο, ανελέητη
- ubegrenset στα ελληνικά - απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα
Τυχαίες λέξεις
Uavhengighet στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
Μεταφράσεις: ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία