Λέξη: ντιβάνι
Σχετικές λέξεις: ντιβάνι
το ντιβάνι, ντιβάνι κέρκυρα, ντιβάνι λάρισα, ντιβάνι κάραβελ, ντιβάνι σπαστό, ντιβάνι τρίκαλα, ντιβάνι πάτρα, ντιβάνι ξενοδοχείο, στο ντιβάνι, ντιβάνι πολυχώρος
Συνώνυμα: ντιβάνι
καναπές, κλίνη, ανάκλιντρο, διβάνι
Μεταφράσεις: ντιβάνι
ντιβάνι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
couch, divan, the divan, a divan, camp bed
ντιβάνι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sofá, canapé, diván, Divan, de Divan, diván de, el Divan
ντιβάνι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
liege, sofa, couch, formulieren, Diwan, Schlaf, Divan, Sofa, Schlafcouch
ντιβάνι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gîte, divan, couche, sofa, lit, bauge, canapé, causeuse
ντιβάνι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divano, sofà, divan, divano letto
ντιβάνι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divã, sofá, canapé, divan, descanso divan, divã de
ντιβάνι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
canapé, divan, rustbank, boxspring, het Divan, divanbed, van Divan
ντιβάνι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ложе, диван, притаиться, ложиться, логовище, тахта, одр, берлога, формулировать, проращивать, излагать, нора, кушетка, лежать, прилечь, склонить, Divan, Дивана
ντιβάνι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sofa, divan, divanen, av Divan
ντιβάνι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
divan, divanen
ντιβάνι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sohva, divaani, divan, divaanin, divaanilla, leposohvan
ντιβάνι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sofa, divan, divanen, af Divan
ντιβάνι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lože, gauč, pelech, pohovka, lehátko, divan, válenda, gaučem
ντιβάνι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kanapa, kozetka, legowisko, leżanka, rozłożyć, wersalka, tapczan, wyznaczyć, podkład, dywan, otomana, kanapka, Divan
ντιβάνι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dívány, díván, heverő, dívánnyal, díványon
ντιβάνι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
divan, kanepe, sedir, meclis, şairin tüm şiirleri
ντιβάνι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прилягти, схилити, викладати, лежати, лігвище, диван
ντιβάνι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
divan, dhomë duhani, këshill
ντιβάνι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кушетка, диван, заседателна зала, стая за пушене, Divan, дивани
ντιβάνι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ложак, канапа, канапу
ντιβάνι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõnastama, pink, kruntvärv, kušett, Divan, Diivan, diivanikatteks, pesukastiga
ντιβάνι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krevet, ležaj, kauč, divan, tursko državno vijeće
ντιβάνι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dívan, sofi, Divan
ντιβάνι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lectus
ντιβάνι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sofa, divanas, Otomanka, Palarnia, Otomana
ντιβάνι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dīvāns, sofa, dīvānu, divan, smēķētāju istaba
ντιβάνι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Диван
ντιβάνι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
canapea, divan, canapea extensibilă, extensibilă
ντιβάνι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
puhovka, divan, lezišce
ντιβάνι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
gauč, pohovka, diván, Divan