Uordentlig στα ελληνικά
Μετάφραση: uordentlig, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαώδης, άτακτος, ακατάστατος, άτακτα, άτακτη, ομαλές, μη ομαλές, ομαλής
Μεταφράσεις
- uoppmerksom στα ελληνικά - απρόσεκτος, απρόσεκτοι, απρόσεκτο, απρόσεκτα, καθόλου εξυπηρετικό
- uorden στα ελληνικά - πάθηση, αταξία, διαταραχή, ακαταστασία, διαταραχής, διαταραχές, διαταραχή του
- upartisk στα ελληνικά - αμερόληπτα, αμεροληψία, με αμεροληψία, αμερόληπτο, πλήρη αμεροληψία
- upassende στα ελληνικά - ακατάλληλος, ανάρμοστος, απρεπής, ακατάλληλη, ακατάλληλο, ανάρμοστο, ακατάλληλες
Τυχαίες λέξεις
Uordentlig στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαώδης, άτακτος, ακατάστατος, άτακτα, άτακτη, ομαλές, μη ομαλές, ομαλής
Μεταφράσεις: χαώδης, άτακτος, ακατάστατος, άτακτα, άτακτη, ομαλές, μη ομαλές, ομαλής