Λέξη: ξεχαρβαλωμένος

Σχετικές λέξεις: ξεχαρβαλωμένος

ξεχαρβαλωμένος συνώνυμα

Συνώνυμα: ξεχαρβαλωμένος

εκκεντρικός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, δύστροπος, ραχιτικός

Μεταφράσεις: ξεχαρβαλωμένος

ξεχαρβαλωμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rickety, wonky, cranky

ξεχαρβαλωμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
flojo, wonky, poco firme, torcidas, inconstante

ξεχαρβαλωμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebrechlich, wacklig, wackelig, wonky, schiefen, Wackeligen, haft wonky

ξεχαρβαλωμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bancal, branlant, rachitique, chancelant, wonky, WC bancal, bancale

ξεχαρβαλωμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
traballante, wonky, traballanti, storto

ξεχαρβαλωμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vacilante, instável, wonky, frouxo, Voltaria lá com certeza

ξεχαρβαλωμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aftands, gammel, bouwvallig, wankel, wonky, steeds kwijtraakte, geknakt zal, geknakt

ξεχαρβαλωμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расхлябанный, хрупкий, рахитичный, расшатанный, покосившийся, неустойчивый, шаткий, вонки, шатким, ненадежный

ξεχαρβαλωμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
wonky, vaklende

ξεχαρβαλωμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ostadig, wonky

ξεχαρβαλωμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hutera, raihnas, horjuva, wonky, epäkunnossa

ξεχαρβαλωμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
wonky, vakkelvorn

ξεχαρβαλωμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vratký, viklavý, váhavý, vlnivé, blbě, nestandardních tvarů

ξεχαρβαλωμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chybotliwy, koślawy, kulawy, krzywiczny, słaby, niezdrowy, wonky, luźna rączka

ξεχαρβαλωμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
roskadozó, angolkóros, rozoga, wonky, tántorgó

ξεχαρβαλωμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sakat, wonky, bitkin, sakat bir

ξεχαρβαλωμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перенапруга, перенапруження, хиткий, хисткий, хибкий

ξεχαρβαλωμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
që tundet, tundet, gati për t'u prishur

ξεχαρβαλωμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неуверен, разклатен, нестабилен, деформирани, ненадежден

ξεχαρβαλωμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хісткі, хісткае, хісткім

ξεχαρβαλωμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
logisev, reistailemaan, Hutera, Nõrk

ξεχαρβαλωμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slab, rahitičan, nestabilan, trošan, klimav, nesiguran

ξεχαρβαλωμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
wonky

ξεχαρβαλωμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Ļodzīgs, Nesaugus ant kojų, Chwiejny, Niezdrowy

ξεχαρβαλωμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ļodzīgs, nedrošs uz kājām

ξεχαρβαλωμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
згреши, нестабилен, несигурен

ξεχαρβαλωμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
subred, wonky, subreda

ξεχαρβαλωμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
deformiranega, wonky

ξεχαρβαλωμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vratký, váhavý, ešte stále váhajú
Τυχαίες λέξεις