Λέξη: αυτήν

Σχετικές λέξεις: αυτήν

αυτή τη στιγμή, αυτή τη στιγμή κάτι παρεμβάλλεται στην ασφαλή σας σύνδεση στον ιστότοπο www.google.gr, αυτή τη φορά, αυτήν την ή αυτή την, αυτή τη στιγμή κάτι παρεμβάλλεται στην ασφαλή σας σύνδεση, αυτή τη στιγμή κάτι παρεμβάλλεται στην ασφαλή σας σύνδεση στον ιστότοπο, αυτή την κυριακή, αυτή τη, αυτή την περίοδο, αυτή την ελλάδα μας ετοιμάζουν μέχρι το 2024

Συνώνυμα: αυτήν

δικός της, αυτής, αυτή, δικό της

Μεταφράσεις: αυτήν

αυτήν στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
her, this, that, it, such

αυτήν στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
su, sus, ella, le, la, a su

αυτήν στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ihr, ihre, selbst, sie, ihrer, ihren

αυτήν στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sien, la, lui, ses, sa, son, elle

αυτήν στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gli, lei, suo, sua, la, il suo

αυτήν στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seu, ela, daqui, seus, lhe, sua, suas, dela

αυτήν στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zijn, hun, haar, van haar, ze

αυτήν στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ее, ей, она, ней, нее

αυτήν στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
henne, hennes, sin, sitt, hun

αυτήν στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hennes, henne, sin, sitt, hon

αυτήν στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hän, sen, hänen, häntä, hänelle, hänet

αυτήν στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hendes, sine, sin, hun, hende, sit

αυτήν στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
své, ji, svůj, jí, její, ní, ni

αυτήν στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jej, ją, niej, nią, ona

αυτήν στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
neki, őt, ő, vele, rá

αυτήν στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ona, onu, onun, Onunla, o

αυτήν στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свій, її, його

αυτήν στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
të saj, e saj, asaj, atë, saj

αυτήν στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тя, си, й, я, нея

αυτήν στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
яе, яго

αυτήν στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oma, teda, tema, ta, talle

αυτήν στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
njena, njenih, joj, njoj, njezin, njen, ju, nju, nje

αυτήν στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hennar, hana, sinn, henni, henni að, hún

αυτήν στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
suus

αυτήν στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jos, jai, ją, savo, ji

αυτήν στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viņai, viņas, viņu, viņa

αυτήν στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ја, нејзините, нејзиниот, нејзиното, нејзината

αυτήν στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ei, ea, o, sa

αυτήν στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jí, ji, ni, njen, jo, njo, ona

αυτήν στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jej, ju, ho, ich

Στατιστικά δημοτικότητας: αυτήν

Τυχαίες λέξεις