Virkelig στα ελληνικά
Μετάφραση: virkelig, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράγματι, αλήθεια, πραγματικά, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα
Μεταφράσεις
- vinterdvale στα ελληνικά - διαχείμαση, χειμερία νάρκη, σε χειμερία νάρκη, αδρανοποίηση, χειμέρια νάρκη, νάρκη
- virke στα ελληνικά - εργασία, εγχειρίζω, δουλεύω, εργάζομαι, δουλειά, λειτουργώ, πραγματικός, ...
- virkelighet στα ελληνικά - πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα
- virkning στα ελληνικά - επίπτωση, σημασία, συνέπεια, αποτέλεσμα, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Virkelig στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράγματι, αλήθεια, πραγματικά, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα
Μεταφράσεις: πράγματι, αλήθεια, πραγματικά, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα