Λέξη: υπηρέτης

Σχετικές λέξεις: υπηρέτης

υπηρέτης συνώνυμα, υπηρέτης δύο αφεντάδων υπόθεση, υπηρέτης δύο αφεντάδων κείμενο, υπηρέτησ 2 αφεντάδων, υπηρέτης δύο αφεντάδων ιωάννινα, υπηρέτησ δύο αφεντάδων φιλιππίδησ, υπηρέτης δύο αφεντάδων κάτια δανδουλάκη, υπηρέτης δύο αφεντάδων, υπηρέτης για δύο αφεντικά, υπηρέτης δύο αφεντάδων θέατρο μουσούρη

Συνώνυμα: υπηρέτης

πούστης, ομοφυλόφιλος, δούλος, αρσενοκοίτης, θαλαμηπόλος, καμαριέρης, λακές, δίσκος, χαμάλης, υπηρέτρια

Μεταφράσεις: υπηρέτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
servant, lackey, valet, footman, server
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
servidor, criado, sirviente, funcionario, siervo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
diener, dienstmädchen, Diener, Knecht, Dienerin, Dieners, Knechtes
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
domestique, serviteur, valet, fonctionnaire, servante, agent
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
servo, domestico, servitore, domestica, serva, funzionario
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
serpente, empregado, criada, servidor, servente, servo, criado, funcionário
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bediende, dienares, knecht, meid, dienstmeisje, dienaar, dienstknecht
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прислужник, прислуга, служитель, слуга, служащий, раб, слугой, раба
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tjener, tjeneren, tjeners
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tjänare, anställd, tjänsteman, tjänaren, anställde
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palvelija, palvelijani, palvelijasi, palvelias, palvelia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tjener, husassistent, knægt, ansat, Træl, anden ansat
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sloužící, sluha, služebník, služebníkem, zaměstnanec, služebníka
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokojówka, służebnica, czeladź, sługa, pokojowiec, posługacz, służący, sługą, pracownik, sługę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szolgálólány, szolga, szolgája, szolgád, szolgám, szolgájának
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uşak, hizmetçi, kulu, hizmetkar, kul
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обслуга, служитель, службовець, слуга, прислуга, раб, служник
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shërbëtor, shërbyes, shërbëtori, shërbëtorin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слуга, служител, слугата, на слугата, слуго
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слуга, служка, раб, лёкай
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teenija, sulane, teenistuja, sulase, teener
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
momak, službenik, sluga, sluškinja, sluge, slugu, sluzi
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þjónn, hjú, þjón, þjónninn, þræll
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ancula, servus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarnas, tarnautojas, tarnautojui, tarnui
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalpone, kalps, darbinieks, ierēdnis, darbiniekam, darbinieka
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слугата, службеник, слуга, послушник, слугинка
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
servitor, funcționar, robul, slujitor, servitorul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sluha, hlapec, služabnik, uslužbenec, kletar, sluga
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sluha, pikolík, komorník

Στατιστικά δημοτικότητας: υπηρέτης

Τυχαίες λέξεις