Voll στα ελληνικά

Μετάφραση: voll, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προμαχώνας, μετερίζι, ανάχωμα, έπαλξη, αναχώματος, επιχώματος, επίχωμα, επίχωση
Voll στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • voldta στα ελληνικά - βιασμός, κράμβη, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
  • voldtekt στα ελληνικά - κράμβη, βιασμός, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
  • vollgrav στα ελληνικά - τάφρος, τάφρο, τάφρου, την τάφρο, της τάφρου
  • volum στα ελληνικά - όγκος, ποσότητα, φωνή, όγκο, όγκου, ένταση
Τυχαίες λέξεις
Voll στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προμαχώνας, μετερίζι, ανάχωμα, έπαλξη, αναχώματος, επιχώματος, επίχωμα, επίχωση