Λέξη: παξιμάδι

Σχετικές λέξεις: παξιμάδι

παξιμάδι κυθήρων, παξιμάδι κρητικό, παξιμάδι αγγλικά, παξιμάδι λαδιού θερμίδες, παξιμάδι in english, παξιμάδι κυθήρων θερμίδες, παξιμάδι κριθαρένιο θερμίδες, παξιμάδι σίκαλης θερμίδες, παξιμάδι θερμίδες, παξιμάδι κρίθινο θερμίδες

Συνώνυμα: παξιμάδι

καρύδι, κάρυο, ξηρός καρπός, κεφάλι, παξιμάδι βίδας, βούτημα, μπισκότο, τρακατρούκα, βαρελότο, θραύστης

Μεταφράσεις: παξιμάδι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nut, rusk, cracker, nuts
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tuerca, matriz, nuez, tuerca de, la tuerca, tuerca del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freak, schraubenmutter, hoden, hode, verrückte, mutter, Nuss, Mutter, Muttern
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coco, noyer, écrou, fou, maternel, testicule, noix, l'écrou, écrou de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
noce, dado, dado di, il dado, nut
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enfermeira, porca, parafuso, noz, porca de, nut, castanha
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
moer, schroefmoer, schaalvrucht, noot, nut, noten, de moer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
орех, псих, спятить, чудак, голова, гайка, горошина, гайку, гайки, гайкой
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mutter, mutteren, nut, nøtt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nöt, mutter, muttern
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruuvimutteri, riippuvainen, hullu, pähkinä, tärähtänyt, mutteri, mutterin, nut, mutteria
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
møtrik, møtrikken, nødder, nut, nød
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ořech, kokos, matice, matici, maticí, skořápkovým
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
orzech, mutra, nakrętka, świr, orzechowy, nakrętki, nakrętkę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
flúgos, fej, dió, anyacsavar, anya, anyát, anyával
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
somun, fındık, somunu, nut, somununu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гайка, горіх, горошина
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arrë, arre, arrë e, kundërvidhë, nut
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тестис, орех, гайка, ядки, гайката, ядка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арэх, гайка, гайкі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pähkel, taip, mutter, pähkli, nut, mutri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
fićfirić, glava, orah, matica, matice, maticu, nut
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hnot, hneta, hnetu, róin, varan, varan er
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
nux
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sėklidė, veržlė, riešutas, riešutų, veržlės, veržlę, nut
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rieksts, sēklinieks, uzmava, uzgrieznis, riekstu, uzgriežņa, uzgriežņa iekšējā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
орев, навртка, навртката, ореово, навртки
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
piuliţă, testicul, alună, piuliță, piulița, de piuliță, nut, piulita
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
matice, matica, nut, matico, oreh
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
matice, matica
Τυχαίες λέξεις