Aangeboren στα ελληνικά

Μετάφραση: aangeboren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθαγενής, ντόπιος, εκ γενετής, συγγενή, συγγενείς, συγγενών, συγγενής
Aangeboren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aangaan στα ελληνικά - μορφή, διαμορφώνω, αρπάζω, πιάνω, μορφώνω, σχηματίζω, σχήμα, ...
  • aangapen στα ελληνικά - χασμουριέμαι, χάσκω, χαίνω, χασμώμαι
  • aangedaan στα ελληνικά - επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
  • aangegrepen στα ελληνικά - επιτηδευμένος, κατασχέθηκαν, κατασχέθηκε, κατασχεθεί, που κατασχέθηκαν, κατασχεθέντων
Τυχαίες λέξεις
Aangeboren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθαγενής, ντόπιος, εκ γενετής, συγγενή, συγγενείς, συγγενών, συγγενής