Λέξη: έγκλημα

Συνώνυμα: έγκλημα

κακούργημα, παράπτωμα, κακό

Μεταφράσεις: έγκλημα

έγκλημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crime, a crime, offense

έγκλημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fechoría, delito, crimen, criminalidad, delincuencia, la delincuencia, el crimen

έγκλημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbrechen, kriminalität, untat, Verbrechen, Kriminalität, Verbrechens, Straftaten

έγκλημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crime, forfait, criminalité, la criminalité, le crime, crimes

έγκλημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crimine, criminalità, delitto, reato, la criminalità

έγκλημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criminalidade, crimes, crime, o crime, a criminalidade

έγκλημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
criminaliteit, misdaad, misdrijf, misdrijven, van criminaliteit

έγκλημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преступность, криминал, злодейство, злодеяние, криминальность, преступление, преступности, преступления, преступлением

έγκλημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbrytelse, kriminalitet, crime, forbrytelsen

έγκλημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brott, förbrytelse, brottslighet, brottsligheten, brottet, brotts

έγκλημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rikollisuus, rikos, rikollisuuden, rikollisuutta, rikoksen

έγκλημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lovovertrædelse, forbrydelse, kriminalitet, af kriminalitet, forbrydelser

έγκλημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zločin, zločinnost, zločinu, trestné činnosti, kriminality, kriminalita

έγκλημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przestępczość, przestęp, zbrodnia, przestępstwo, występek, kryminał, przestępczości, przestępstwa

έγκλημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bűncselekmény, bűnözés, bűncselekmények, a bűnözés, bűnözéssel

έγκλημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suç, cinayet, suçu, olay, suçun, suçtur

έγκλημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
злочинність, злочин, злочину

έγκλημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
krim, krimi, krimit të, krimi i, e krimit

έγκλημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
престъпление, престъпност, престъпността, престъпления, на престъпността

έγκλημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
злачынства

έγκλημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuritegu, kuritegevus, kuritegevuse, kuritegevusega, kuriteo

έγκλημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedjelo, zločin, kriminal, zločinima, kriminala, zločina, kazneno djelo

έγκλημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
glæpur, glæpastarfsemi, glæp, glæpir, glæpurinn

έγκλημα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dedecus, vitium, scelus

έγκλημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nusikaltimas, nusikalstamumu, nusikalstamumas, nusikalstamumo, nusikaltimų

έγκλημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noziegums, noziedzību, noziedzība, noziedzības, noziegumu

έγκλημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
криминал, криминалот, кривично дело, дело, кривичното дело

έγκλημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
delict, crimă, criminalității, crimei, crima, criminalitatea

έγκλημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zločin, kriminal, kriminalu, kriminala, kaznivo dejanje

έγκλημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zločin, zločinu, trestná činnosť, trestný čin, zločinom

Στατιστικά δημοτικότητας: έγκλημα

Τυχαίες λέξεις