Λέξη: βελανιδιά
Σχετικές λέξεις: βελανιδιά
βελανιδιά φυλλοβόλο, βελανιδιά ανθοπωλείο, βελανιδιά του σικελιανού, βελανιδιά τυροπιτες, βελανιδιά αργολίδας, βελανιδιά φωτογραφίες, βελανιδιά δέντρο, βελανιδιά αειθαλές, βελανιδιά χαλάνδρι, βελανιδιά σικελιανού
Μεταφράσεις: βελανιδιά
βελανιδιά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
oak, oak tree
βελανιδιά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
roble, de roble, del roble, robles, el roble
βελανιδιά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eiche, eichenholzsarg, eichen, Eiche, Eichen, Eichenholz
βελανιδιά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chêne, de chêne, chênes, le chêne, en chêne
βελανιδιά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quercia, rovere, di quercia, in rovere, di rovere
βελανιδιά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bem, carvalhos, carvalho, bom, Oak, de carvalho, do carvalho
βελανιδιά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eik, eiken, eikenhouten, eikenhout, oak
βελανιδιά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дуб, ока, дуба, дубовый, дубовые, дубовая
βελανιδιά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eiketre, eik, Oak, i Oak, i eik, for Oak
βελανιδιά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ek, Oak, eken, i Oak, oaken
βελανιδιά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tammet, tammipuinen, tammi, tammipuu, tamminen, tammea, oak, tammen, tammesta
βελανιδιά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eg, egetræ, Oak, i Oak, af egetræ
βελανιδιά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dub, dubové, dubu, dubový, dubového
βελανιδιά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dąb, dębowy, Oak, dębu, dębowe
βελανιδιά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tölgy, tölgyfa, Oak, tolgy, tlgy
βελανιδιά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meşe, Oak, meşesi, meşe ağacı
βελανιδιά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дуб, дубе
βελανιδιά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dushk, lis, lisi, dushku, bungu, dushkut
βελανιδιά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дъб, дъбов, дъбова, дъбови, дъбово
βελανιδιά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дуб
βελανιδιά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tamm, Oak, tamme, tammepuust, tammest
βελανιδιά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hrastovine, hrastovina, hrastovih, hrast, hrasta, hrastova, hrastov, hrastove
βελανιδιά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eik, OAK
βελανιδιά στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
quercus
βελανιδιά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ąžuolas, ąžuolo, Oak, ąžuolų, masyvo
βελανιδιά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ozols, ozola, ozolu, ozolkoka, dižozols
βελανιδιά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дабот, даб, дабови, дабова, дабово
βελανιδιά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
stejar, de stejar, din stejar, lemn de stejar
βελανιδιά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hrast, hrastov, hrasta, oak, hrastovega
βελανιδιά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dub, dubový, apr, máj
Τυχαίες λέξεις