Aanhechtsel στα ελληνικά
Μετάφραση: aanhechtsel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσφυμα, προσθέτω, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanhechten στα ελληνικά - συνδέω, επισυνάπτω, αποδίδουν, επισυνάψετε, συνδέστε, επισυνάπτει, συνδέσετε
- aanhechting στα ελληνικά - κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση
- aanhef στα ελληνικά - πρώτος, αρχή, αρχίζω, ξεκίνημα, έναρξη, ξεκινώ, χαιρετισμός, ...
- aanhoren στα ελληνικά - ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Τυχαίες λέξεις
Aanhechtsel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσφυμα, προσθέτω, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση
Μεταφράσεις: πρόσφυμα, προσθέτω, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση