Λέξη: φύλλωμα

Σχετικές λέξεις: φύλλωμα

φύλλωμα στο λαιμο, φύλλωμα δερματος, φύλλωμα μαστου, φύλλωμα κύστης, φύλλωμα στην ουροδόχο κύστη

Μεταφράσεις: φύλλωμα

φύλλωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
foliage, leafage, the foliage, foliage of, foliar

φύλλωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hoja, follaje, el follaje, follaje de, hojas, de follaje

φύλλωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blatt, laub, laubwerk, blattwerk, blätter, Laub, Blattwerk, Blätter

φύλλωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
feuille, feuillage, le feuillage, feuillages, feuilles, un feuillage

φύλλωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fogliame, foglie, chioma, il fogliame, fogliame di

φύλλωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
folhas, folhagem, foliage, folha, folhagens, folha foliage

φύλλωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vel, gebladerte, loof, bladertooi, bladeren, blad, bladerdek

φύλλωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
куща, листва, лист, листья, листвы, листвой, зелень

φύλλωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blad, løvverk, trær, på trær, bladverket, farger

φύλλωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lövverk, bladverk, blad, grönt, bladverket

φύλλωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lehdistö, lehdet, havupuun neulanen, lehti, lehvistö, lehtien, lehtineen, leikkovihreä

φύλλωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blade, løv, bladværk, bladene, løvet

φύλλωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
listí, listy, olistění, zeleň, listoví

φύλλωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ulistnienie, listowie, liści, liście, listowia, foliage

φύλλωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lombozat, lombozatot, lomb, lombok, levélzet

φύλλωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yeşillik, yaprakları, yaprak dökümü, yaprak, yapraklar

φύλλωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
листя, листи, листки, листя на

φύλλωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fletë, gjeth, gjethet, gjethet e, gjethnajë, pikturim me motive gjethesh

φύλλωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
листо, листна, шума, зеленина, листа, листата, листна маса

φύλλωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лiст, лісце, флюгер, лісце на, галіны, калышуцца

φύλλωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lehtornament, lehestik, taimmaterjal, lehestiku, -lehed, lehtede

φύλλωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lišće, lišća, krošnje

φύλλωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sm, Foliage, lauf, laufskrúð

φύλλωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lakštas, lapija, lapas, lapai, žalumynai, lapijos, žalumynų

φύλλωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lapa, lapotne, lapas, zaļumi, lapotnes, zaļumiem

φύλλωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лист, зеленило, листови, лисја, лисјата

φύλλωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frunziş, frunziș, frunze, frunzele, frunzișul, frunzișului

φύλλωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
listí, listje, listja, foliage, listjem

φύλλωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
listí, listoví, listy, listami, leaves, hárky, listov
Τυχαίες λέξεις