Aanhoren στα ελληνικά
Μετάφραση: aanhoren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanhechtsel στα ελληνικά - πρόσφυμα, προσθέτω, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση
- aanhef στα ελληνικά - πρώτος, αρχή, αρχίζω, ξεκίνημα, έναρξη, ξεκινώ, χαιρετισμός, ...
- aanhouden στα ελληνικά - προχωρώ, καθυστέρηση, υπομένω, αναβάλλω, κρατώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, ...
- aanhoudend στα ελληνικά - μόνιμος, διαρκείας, αδιάπτωτος, συνεχής, επίμονα, σταθερά, διαρκώς, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanhoren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε