Achterhouden στα ελληνικά
Μετάφραση: achterhouden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακρατώ, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- achtereenvolgens στα ελληνικά - διαδοχικά, Διαδοχικές, στη σειρά, σε διαδοχή, διαδοχικώς
- achtergrond στα ελληνικά - πάτος, κρεβάτι, έδαφος, γη, προσαράσσω, φόντο, υπόβαθρο, ...
- achterklap στα ελληνικά - κακολόγησα
- achterlijf στα ελληνικά - κοιλιά, στομάχι, κοιλιακή χώρα, κοιλιάς, κοιλία, στην κοιλιά
Τυχαίες λέξεις
Achterhouden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακρατώ, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί
Μεταφράσεις: παρακρατώ, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί