Afhandelen στα ελληνικά

Μετάφραση: afhandelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταλήγω, τελειώνω, εγκαθίσταμαι, κανονίζω, συμπεραίνομαι, επισπεύδω, συμπεραίνω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Afhandelen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afhaken στα ελληνικά - λύνω, ξεκρεμώ, ξεγαντζώστε, απαγκιστρωθείτε, ξεκρεμάτε
  • afhalen στα ελληνικά - αναμένω, εμμένω, περιμένω, βλέμμα, προσδοκώ, περίμενε, φαίνομαι, ...
  • afhangen στα ελληνικά - εξαρτώμαι, εξαρτώνται, εξαρτάται, εξαρτηθεί, εξαρτάται από, εξαρτώνται από
  • afhankelijk στα ελληνικά - εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
Τυχαίες λέξεις
Afhandelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταλήγω, τελειώνω, εγκαθίσταμαι, κανονίζω, συμπεραίνομαι, επισπεύδω, συμπεραίνω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση