Εγκαθίσταμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκαθίσταμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afdoen, afhandelen, vestigen, beslechten, regelen, vereffenen, verrekenen
Εγκαθίσταμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαθίσταμαι

εγκαθίσταμαι κλίση, εγκαθίσταμαι αγγλικά, εγκαθίσταμαι συνώνυμα, εγκαθίσταται στα αγγλικά, εγκαθίσταμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκαθίσταμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκάρδιος στα ολλανδικά - hartelijk, voorkomend, likeur, zoet, aardig, innig, lief, ...
  • εγκέφαλος στα ολλανδικά - genius, verstand, beschermgeest, genie, hersens, geest, brein, ...
  • εγκαθιδρύω στα ολλανδικά - fitten, aanleggen, installeren, egkathidryo
  • εγκαθιστώ στα ολλανδικά - aanleggen, fitten, installeren, te installeren, installeert, geïnstalleerd, installeer
Τυχαίες λέξεις
Εγκαθίσταμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afdoen, afhandelen, vestigen, beslechten, regelen, vereffenen, verrekenen