Afscheiden στα ελληνικά

Μετάφραση: afscheiden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωριστός, εκκρίνω, διχάζω, μερίδιο, διαιρώ, ιδιαίτερος, χωρίζω, ξεχωριστός, εκκρίνουν, εκκρίνει, να εκκρίνουν, έκκριση, να εκκρίνει
Afscheiden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afschaven στα ελληνικά - τρίβω, λειαίνω, σχίζω, Skive, Κύκλοι, Σκίβε, κόπτω
  • afscheid στα ελληνικά - αποχαιρετισμός, αντίο, αποχαιρετιστήριο, αποχαιρετιστήρια, αποχαιρετισμού
  • afscheiding στα ελληνικά - διαχωρισμός, χωρισμός, έκκριση, έκκρισης, την έκκριση, εκκρίσεως, της έκκρισης
  • afscheren στα ελληνικά - ξυρίζομαι, ξύρισμα, ξυρίσετε, ξυρίσει, ξυρίζουν, ξυρίσουν
Τυχαίες λέξεις
Afscheiden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωριστός, εκκρίνω, διχάζω, μερίδιο, διαιρώ, ιδιαίτερος, χωρίζω, ξεχωριστός, εκκρίνουν, εκκρίνει, να εκκρίνουν, έκκριση, να εκκρίνει